ὑπερσαρκώσῃ

ὑπερσαρκώσῃ
ὑπερσαρκώσηι , ὑπερσάρκωσις
overgrowth of flesh
fem dat sg (epic)
ὑπερσαρκόω
aor subj mid 2nd sg
ὑπερσαρκόω
aor subj act 3rd sg
ὑπερσαρκόω
fut ind mid 2nd sg
ὑ̱περσαρκώσῃ , ὑπερσαρκόω
futperf ind mp 2nd sg
ὑ̱περσαρκώσῃ , ὑπερσαρκόω
futperf ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπερσάρκωση — η / ὑπερσάρκωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑπερσαρκῶ (II)] σχηματισμός υπερσαρκώματος, έκφυση υπέρογκων σαρκωμάτων σε επουλωμένο τραύμα αρχ. μτφ. υπερηφάνεια, αλαζονεία …   Dictionary of Greek

  • υπέρχρωμα — το, Ν υπερσάρκωση τού κανθού τού ματιού …   Dictionary of Greek

  • υπερπώρωσις — ώσεως, ἡ, Α ιατρ. υπερσάρκωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πώρωσις «συγκόλληση κατάγματος ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου» (< πωρῶ / ώνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”